- ρελεβάρω
- Ν [ρελέβο]ναυτ. παίρνω αντιστοιχία, διοπτεύω αντικείμενο με την πυξίδα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διοπτεύω — (Α διοπτεύω) 1. παρατηρώ με διόπτρα 2. κατασκοπεύω, παρατηρώ, εξετάζω νεοελλ. ναυτ. καθορίζω τη θέση πλοίου παρατηρώντας σημείο στην ξηρά ή τη θάλασσα, ρελεβάρω αρχ. διοπεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι (α)·* + οπτεύω < (θ.) οπ (πρβλ. όπωπα)] … Dictionary of Greek